διὰ πέτρας καὶ διὰ δρυὸς ὁρᾶν → see through a brick wall, see through rocks and an oak
οο κορφολάτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < κορφή + -πάτης (< πατώ), πρβλ. νυχτοπάτης, ορκοπάτης].