κρανιακός

From LSJ
Revision as of 13:53, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Τὸ ζῆν ἀλύπως ἀνδρός ἐστιν εὐτυχοῦς → Satis beati est esse sine maeroribus → Ein Leben ohne Leid führt nur, wer glücklich ist

Menander, Monostichoi, 509

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ κρανιακός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κρανίο, ο σχετικός με το κρανίο («κρανιακά οστά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρανίο + κατάλ. -ακός (πρβλ. βραγχι-ακός, ηλι-ακός)].