κοτυλίσκη
From LSJ
Ψυχῆς νοσούσης ἐστὶ φάρμακον λόγος → Sermo medela est animi ad aegrimonias → Der kranken Seele Heilungsmittel ist das Wort
Full diacritics: κοτυλίσκη | Medium diacritics: κοτυλίσκη | Low diacritics: κοτυλίσκη | Capitals: ΚΟΤΥΛΙΣΚΗ |
Transliteration A: kotylískē | Transliteration B: kotyliskē | Transliteration C: kotyliski | Beta Code: kotuli/skh |
ἡ, v. κοτυλίσκος.
κοτυλίσκη, ἡ (Α)
ο κοτυλίσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοτύλη + υποκορ. κατάλ. -ίσκη (πρβλ. παδ-ίσκη, φιαλ-ίσκη)].