κρανιοπλαστική
From LSJ
Οὐδεὶς μετ' ὀργῆς ἀσφαλῶς βουλεύεται → Consilia sunt intuta, quibus ira adsidet → Im Zorn fasst keiner ungefährdet einen Plan
Greek Monolingual
και κρανιοπλαστία, η
ιατρ. μεταμόσχευση οστεοπεριοστικού κρημνού σε έλλειμμα της κρανιακής κάψας για διευκόλυνση του σχηματισμού οστίτη ιστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cranioplastie < crani(o)- (< μσν. λατ. cranium < κρανίον) + -plastie (< πλαστία < -πλαστος < πλάσσω)].