γαμικὸς μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις → in a nubile age unique among the dead
κοψοχερίζω (Μ)κόβω το χέρι ή τα χέρια κάποιου.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο)- + -χερ-ίζω (< χέρι), πρβλ. κατα-χερίζω].