γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)
κρεοφόρος: -ον, φέρων ἢ ἔχων κρέας, Ἐκκλ. ― ἴδε ἐν λ. κρεω-.
κρεοφόρος, -ον (Α)αυτός που μεταφέρει κρέατα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -φόρος (< φέρω), πρβλ. αγγελια-φόρος, θανατη-φόρος.