κοχλογέννητος
From LSJ
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
Greek Monolingual
κοχλογέννητος, -ον (Α)
αυτός που έχει γεννηθεί από όστρακο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλος + -γεννητος < γεννητός < γεννώ), πρβλ. ηλιο-γέννητος, πορφυρο-γέννητος].