κυβόλιθος
From LSJ
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
ο
σκληρός λίθος λαξευμένος σε κυβικό σχήμα ο οποίος χρησιμοποιείται ιδίως κατά την οδόστρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύβος + λίθος (πρβλ. ασβεστό-λιθος, ογκό-λιθος). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].