κυβόλιθος

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441

Greek Monolingual

ο
σκληρός λίθος λαξευμένος σε κυβικό σχήμα ο οποίος χρησιμοποιείται ιδίως κατά την οδόστρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύβος + λίθος (πρβλ. ασβεστόλιθος, ογκόλιθος). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].