ὀδύνη λάζεται τὸν ἐγκέφαλον → pain seizes the brain, pain attacks the head
κωλοτομῶ, -έω (Α)κόβω κλαδιά ή θερίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κῶλον + -τομῶ (< -τόμος < τόμος), πρβλ. υλο-τομώ].