λείουρος

From LSJ
Revision as of 14:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λείουρος Medium diacritics: λείουρος Low diacritics: λείουρος Capitals: ΛΕΙΟΥΡΟΣ
Transliteration A: leíouros Transliteration B: leiouros Transliteration C: leiouros Beta Code: lei/ouros

English (LSJ)

αἴλουρος, Hsch. λείουσι, poet.for λέουσι, dat.pl. of λέων. λειούσματα ἢ λεγούσματα εἶδος καταφράκτου, Γαλάται, Id.

Greek (Liddell-Scott)

λείουρος: «αἴλουρος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

λείουρος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «αἴλουρος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -ουρος (< οὐρά), πρβλ. κόλ-ουρος, πάγ-ουρος].