Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
λυκῆ, ἡ (ΑM, Α και ασυναίρ. τ. λυκέη)
1. δέρμα λύκου
2. περικεφαλαία από δέρμα λύκου
μσν.
φρ. «λυκὲς πράσσω» — ξεμυαλίζω, παραπλανώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λυκέη < λύκος + επίθημα -έη δηλωτικό δερμάτων ζώων (πρβλ. λεοντ-έη, παρδαλ-έη)].