μηχανίτις

From LSJ
Revision as of 15:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast

Menander, Monostichoi, 400

Greek Monolingual

μηχανῑτις, -ιδος, ἡ (Α)
μαχανίτις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + κατάλ. -ῖτις (πρβλ. σελην-ίτις)].