τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together
οεργαλείο για ξύσιμο τών μολυβιών, ξύστρα μολυβιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + ξύστης (< ξύω), πρβλ. ουρανο-ξύστης.