σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility
-η, -ο, Νμτφ. αυτός που έχει καρδιά γεμάτη καλοσύνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -καρδος (< καρδία), πρβλ. λεοντό-καρδος].