χρυσοπράσιο
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
Greek Monolingual
το, Ν
(ορυκτ.) ποικιλία του χαλκηδονίου, η οποία χρησιμοποιείται ως ημιπολύτιμος λίθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chrysoprase < λατ. chrysoprasus (< χρυσόπρασος)].