ψιλαγός

From LSJ
Revision as of 15:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst

Menander, Monostichoi, 286

German (Pape)

[Seite 1399] die leichten Truppen anführend, ὁ ψιλαγός, Anführer der leichten Truppen, Sp.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο αρχηγός τών ψιλών, τών ελαφρά οπλισμένων στρατιωτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + -αγός (< ἄγω), πρβλ. ναυ-αγός].