ψιλαγός

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562

German (Pape)

[Seite 1399] die leichten Truppen anführend, ὁ ψιλαγός, Anführer der leichten Truppen, Sp.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο αρχηγός τών ψιλών, τών ελαφρά οπλισμένων στρατιωτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + -αγός (< ἄγω), πρβλ. ναυαγός].