ευχανδής
From LSJ
Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust
εὐχανδής, -ές (Α)
ευρύχωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -χανδής (< χαίνω), πρβλ. ευρυχανδής, περιχανδής].