ιππόκροτος
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
Greek Monolingual
ἱππόκροτος, -ον (Α)
αυτός που ηχεί από τον κρότο τών πατημάτων τών ίππων («ἱππόκροτος ὁδός», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -κρότος (< κρότος), πρβλ. κωδωνόκροτος, ποσσίκροτος].