κεραμιδόχωμα
From LSJ
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
Greek Monolingual
το
1. χώμα κατάλληλο για την κεραμοποιία
2. σκόνη από τριμμένα κεραμίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραμίδι + -χώμα (< χώμα), πρβλ. καστανόχωμα, κουμαρόχωμα].
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
το
1. χώμα κατάλληλο για την κεραμοποιία
2. σκόνη από τριμμένα κεραμίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραμίδι + -χώμα (< χώμα), πρβλ. καστανόχωμα, κουμαρόχωμα].