λιποβαρής

From LSJ
Revision as of 18:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182

Greek Monolingual

-ές
ελλιπής κατά το βάρος, αυτός που το βάρος του είναι μικρότερο του κανονικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + -βαρής (< βαρύς), πρβλ. γυιοβαρής, ισοβαρής. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς].