χρυσοπέταλος
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
English (LSJ)
ον, A couered with gold plaques, Lat. bracteolatus, χιτών Lyd.Mag.2.4.
Greek Monolingual
-ον, Α
χρυσοπετάλινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -πέταλος (< πέταλον), χαλκοπέταλος.