νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → it's better, you see, to understand and yet say nothing (Menander)
ο
1. αυτός που περιπλανάται τη νύχτα, νυχτοπόρος
2. ως κύριο όν. Νυχτοκόπος
ο πλανήτης Δίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύχτα + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. λαμνοκόπος.