λευκαθέω

From LSJ
Revision as of 13:45, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "perh." to "perhaps")

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκᾰθέω Medium diacritics: λευκαθέω Low diacritics: λευκαθέω Capitals: ΛΕΥΚΑΘΕΩ
Transliteration A: leukathéō Transliteration B: leukatheō Transliteration C: lefkatheo Beta Code: leukaqe/w

English (LSJ)

A = λευκαθίζω, perhaps to be read in Hes.Sc.146 (ὀδόντων… λευκὰ θεόντων codd.).

Greek Monolingual

λευκαθέω (Α)
(πιθ. ανάγν.) λευκαθίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται στον τ. της γεν. πληθ. της μτχ. ενεστ. λευκαθεόντων «με λαμπρό λευκό χρώμα» (Ησιόδ. Ασπ. 14β), ο οποίος σχηματίστηκε για μετρικούς λόγους στο τέλος στίχου αντί του τ. λευκαθόντων του αμάρτυρου λευκάθω (βλ. λευκαθίζω)].