ὑποφθορά
From LSJ
Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust
English (LSJ)
ἡ, A corruption, decay, Heliod. ap. Orib.44.23.27: pl., seductions, Vett.Val.118.5.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποφθορά: ᾶς, ἡ, βαθμιαία φθορά, σῆψις, Ὀρειβάσ. σελ. 19, ἔκδ. Mai. 2) φθορὰ διὰ χρημάτων, περὶ ὑποφθορᾶς ἀντιδίκων Σύνοψ. Βασιλικ. Mortreuil Histoire du droit Byz. τ. 2, σ. 438, 33.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ ὑποφθείρω
1. βαθμιαία φθορά
2. διαφθορά, δωροδοκία με χρήματα.