ὀψολογία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, cookery, culinary art, Ath.7.284e.
German (Pape)
[Seite 433] ἡ, Abhandlung von Speisen, Ath. VII, 284 e.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψολογία: ἡ, πραγματεία περὶ ἐδεσμάτων ἢ μαγειρικῆς, Ἀθήν. 284Ε.
Greek Monolingual
ὀψολογία, ἡ (Α) οψολόγος
πραγματεία σχετικά με τα φαγητά.