σφενδονίζω

From LSJ
Revision as of 19:15, 1 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αὐτοῡ" to "αὐτοῦ")

χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφενδονίζω Medium diacritics: σφενδονίζω Low diacritics: σφενδονίζω Capitals: ΣΦΕΝΔΟΝΙΖΩ
Transliteration A: sphendonízō Transliteration B: sphendonizō Transliteration C: sfendonizo Beta Code: sfendoni/zw

English (LSJ)

A = σφενδονάω, βολίδας Ps.-Callisth. 2.16.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, σφεντονίζω Ν σφενδόνη
ρίχνω λίθους με σφεντόνα, χτυπώ με σφεντόνα
νεοελλ.
ρίχνω με ορμή κάτι μακριά, εκσφενδονίζω
μσν.
παθ. σφενδονίζομαι
στολίζομαι με θυσάνους («ἐν δὲ τῇ κεφαλῇ αὐτοῦ λινόχρυσον φακιόλιν ἐκσφενδονισμένον», Μαλάλ. Ι.).