φοιτητός
From LSJ
Πρὸς εὖ λέγοντας οὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω → Loquenti bene, quod contradicam, habeo nihil → Wenn einer gut spricht, kenn' ich keinen Widerspruch
English (LSJ)
ή, όν, A frequenting: φ. μανία ἐπὶ δεῖπνον Com.Adesp.782 (prob. anap.).
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α φοιτῶ
αυτός που επέρχεται συχνά («φοιτητὴ μανία ἐπὶ δεῖπνον», Κωμ. Αδέσπ.).