ναῦλλον
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
τό, A = ναῦλον 1a, IG11 (2).165.55, al. (Delos, iii B. C.), Sch. Ar.Ra.272:—also ναῦλλος, ὁ, Sch.Ar.l.c.; acc. ναῦλλον (gender indeterminate) IG22.1128.13.
Greek Monolingual
ναῦλλον, τὸ, καὶ ναῦλλος, ὁ (Α)
ναύλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ναῦλον / ναῦλος με διπλασιασμό του -λ- για μετρικούς λόγους (πρβλ. θάλλασσα, ισχυρροί)].