τειχίο
From LSJ
Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust
Greek Monolingual
το / τειχίον, ΝΜΑ τεῖχος
τοίχος περιβόλου
νεοελλ.
στον πληθ. τα τειχιά
τείχη πόλης ή πύργου («τα τειχιά του παλατιού», Ερωτόκρ.)
αρχ.
1. τοίχος οικοδομήματος («τῇ μὲν τειχία τε καὶ οἰκίας εἷργον», Θουκ.)
2. φράχτης («τάφρους διαπηδᾱν, τειχία ὑπερβαίνειν», Ξεν.)
3. μτφ. στον πληθ. τὰ τειχία
εμπόδισμα, παρεμπόδιση («πάντα ταῦτα ὑπερβάντες τὰ τειχία διελέχθησαν τοῖς ἐρασταῑς», Λιβάν.).