υπόλογος

From LSJ
Revision as of 20:37, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπόλογος, -ον, ΝΑ
αυτός που είναι υποχρεωμένος να δώσει λόγο για κάτι, υπεύθυνος σε κάτι ή για κάτι, υπαίτιος (α. «είναι υπόλογος ενώπιον του έθνους» β.«μηδέν τὴν ἡμετέραν ἡλικίαν ὑπόλογον ποιούμενον», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η υπόλογος
(νομ.) κάθε πρόσωπο υπόχρεο σε λογοδοσία για πράξεις και παραλείψεις του σχετικές με τη διεκπεραίωση έργου ή υπόθεσης που του έχει ανατεθεί
2. φρ. «δημόσιος υπόλογος»
(νομ.) κάθε πρόσωπο που διαχειρίζεται, βάσει νόμου, χρήματα ή πράγματα του κράτους ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου
αρχ.
1. ο καταχωρισμένος στον λογαριασμό κάποιου
2. φρ. «οὐδέν σοι ὑπόλογον τίθεμαι» — δεν σέ θεωρώ υπεύθυνο για κάτι, δεν θα σού ζητήσω να δώσεις λόγο για τίποτε (Πλάτ.).
επίρρ...
ὑπολόγως Α
με υπεύθυνο τρόπο ή όπως ένας υπεύθυνος άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -λογος (πρβλ. παρά-λογος)].
ὁ, Α
1. αυτός που λαμβάνει κάτι υπ' όψιν του
2. συμπέρασμα, πόρισμα
3. αυτό που αφαιρέθηκε
4. μαθημ. (σχετικά με λόγο, με κλάσμα) αυτός στον οποίο ο πρώτος όρος, ο αριθμητής, είναι μικρότερος του δευτέρου, του παρονομαστή, λ.χ. 3/5
5. φρ. «ἐν ὑπολόγῳ ποιοῦμαί τι» — λαμβάνω κάτι υπ' όψιν (Λυσ.)·
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -λογος (πρβλ. κατά -λογος)].