ενίσσω
From LSJ
Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus
Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus
ἐνίσσω (Α)
παράλλ. τ. του ενίπτω
1. επιπλήττω, ονειδίζω, προσβάλλω
2. κακομεταχειρίζομαι («ἀλλ' ἔπεσίν τε κακοῖσιν ἐνίσσομεν ἠδὲ βολῆσιν» — τον προσβάλλαμε, τον κακομεταχειριζόμαστε με κακούς και προσβλητικούς λόγους και χτυπήματα, Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ενιπή].