οπωρώνης
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
Greek Monolingual
ὀπωρώνης, ὁ (Α)
1. αγοραστής και πωλητής φρούτων («σῡκα καὶ βότρυς καὶ ἐλαίας συλλέγων ὥσπερ ὀπωρώνης ἐκ τῶν ἀλλοτρίων χωρίων», Δημοσθ.)
2. μτφ. αυτός που δρέπει τις απολαύσεις του σώματος («δίδου τοῖς σοῖς ὀπωρώναις τὴν ὥραν τρυγᾱν
μετ' ὀλίγον ἔσται γεράνδρυον», Αρισταίν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + -ώνης (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. τελ-ώνης].