μελισσουργέω
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
Att. μελιττουργέω, be a beekeeper, keep bees, make honey, Arist.HA624a21 (prob.), Poll.1.254.
German (Pape)
[Seite 124] ein Bienenzüchter sein, Poll. 1, 254.
Greek (Liddell-Scott)
μελισσουργέω: Ἀττ. μελιττ-, εἶμαι μελισσουργός, Πολυδ. Α΄, 234· πρβλ. μελιτουργέω.