Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at
adv.sans partager avec autrui.Étymologie: ἀ, μεταδίδωμι.
ἀμεταδότως: (ни с кем) не делясь (ζῆν ἀπανθρώπως καὶ ἀ. Plut.).