ἀποδαίομαι
From LSJ
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
French (Bailly abrégé)
f. ἀποδάσομαι, ao. ἀπεδασάμην;
1 partager, donner une part : τινί τι, τινί τινος de qch à qqn;
2 diviser, séparer.
Étymologie: ἀπό, δαίομαι.
English (Autenrieth)
(δαίω), fut. inf. ἀποδάσσεσθαι, aor. ἀποδάσσασθαι: give a share of, share with; τινί τι, and τινί τινος, Il. 17.231, Χ 11, Il. 24.595.
Russian (Dvoretsky)
ἀποδαίομαι: (эп. fut. ἀποδάσσομαι)
1) уделять, выделять (τινί τι и τινί τινος Hom., Pind., Theocr.);
2) отделять (μόριον τῆς στρατιᾶς Her.).