ἀποδαίομαι

From LSJ
Revision as of 13:34, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping

Source

French (Bailly abrégé)

f. ἀποδάσομαι, ao. ἀπεδασάμην;
1 partager, donner une part : τινί τι, τινί τινος de qch à qqn;
2 diviser, séparer.
Étymologie: ἀπό, δαίομαι.

English (Autenrieth)

(δαίω), fut. inf. ἀποδάσσεσθαι, aor. ἀποδάσσασθαι: give a share of, share with; τινί τι, and τινί τινος, Il. 17.231, Χ 11, Il. 24.595.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδαίομαι: (эп. fut. ἀποδάσσομαι)
1) уделять, выделять (τινί τι и τινί τινος Hom., Pind., Theocr.);
2) отделять (μόριον τῆς στρατιᾶς Her.).