μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling
adv.1 avec force;2 fig. résolument, courageusement.Étymologie: καρτερός.
καρτερῶς:1) крепко (ὑπνοῦσθαι Her.);2) сильно, с силой (κ. καὶ βιαίως Luc.).