λευκά
From LSJ
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
Greek (Liddell-Scott)
λευκά: τά, οὐδέτ. πληθ. τοῦ λευκός, ἐν χρήσει ὡς οὐσιαστ., δηλοῦν, Ι. τὰ menstrua alba, τῶν νεανίδων ἔμμηνα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἐρυθρά, Ἱππ. 1128Η, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 1, 6, π. Ζ. Γεν. 2. 4, 10. ΙΙ. λεπτὰ καὶ ὡραῖα ὑποδήματα, Ἄλεξ. ἐν «Ταραντίνοις» 4.
Russian (Dvoretsky)
λευκά: τά
1) (sc. ἱμάτια) белые одежды (λ. φέρειν ἐν τοῖς πένθεσι Plut.);
2) мед. бели (лат. fluor albus) Arst.