εὐκαρδίως
From LSJ
εὖτ' ἂν ὑπὸ τοῦ κακοῦ κτεινέωνται → when the disease is proceeding towards a fatal termination
French (Bailly abrégé)
adv.
d’un cœur ferme.
Étymologie: εὐκάρδιος.
Russian (Dvoretsky)
εὐκαρδίως: мужественно, стойко Eur.
εὖτ' ἂν ὑπὸ τοῦ κακοῦ κτεινέωνται → when the disease is proceeding towards a fatal termination
adv.
d’un cœur ferme.
Étymologie: εὐκάρδιος.
εὐκαρδίως: мужественно, стойко Eur.