σχετλίως
From LSJ
ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness
French (Bailly abrégé)
adv.
durement, cruellement, difficilement, avec peine;
Sp. σχετλιώτατα.
Étymologie: σχέτλιος.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. βλ. σχέτλιος.
Russian (Dvoretsky)
σχετλίως: страшным образом, ужасно Soph., Isocr.
English (Woodhouse)
(see also: σχέτλιος) cruelly, fiercely, harshly, mercilessly, savagely, sternly