Πιερικός
From LSJ
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de Piérie.
Étymologie: Πιερία.
Greek Monotonic
Πιερικός: -ή, -όν, αυτός που προέρχεται ή ανήκει στην Πιερία, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
Πῑερικός: пиерийский Her., Thuc.