διερριμμένως
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
Adv. A in a disjointed way, Plb.3.58.3.
Greek (Liddell-Scott)
διερριμμένως: ἐπίρρ., ἐκ παρέργου, ἀμελῶς, «σκορπιστά», Λατ. sparsim, Πολύβ. 3. 58, 3.
Spanish (DGE)
adv. sobre part. perf. pas. de διαρρίπτω en forma dispersa ῥητέον δέ τι ... οὐκ ... δ. Plb.3.58.3, cf. Clem.Al.Strom.1.12.56, 7.18.110.
Russian (Dvoretsky)
διερριμμένως: бессвязно (οὐ δ., ἀλλ᾽ ἐξ ἐπιστάσεως ῥητέον Polyb.).