μεταφορικῶς
From LSJ
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
French (Bailly abrégé)
adv.
par métaphore, métaphoriquement.
Étymologie: μεταφορικός.
Russian (Dvoretsky)
μεταφορικῶς: метафорически Plut.