Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
η, ον :vaincu cinq fois.Étymologie: πέντε, τριάζομαι.
πεντετριαζόμενος: пятикратно побеждаемый или побежденный Anth.