πεντετριαζόμενος
From LSJ
ὡς οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → since unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills
French (Bailly abrégé)
η, ον :
vaincu cinq fois.
Étymologie: πέντε, τριάζομαι.
Russian (Dvoretsky)
πεντετριαζόμενος: пятикратно побеждаемый или побежденный Anth.