συνευνάζομαι
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
French (Bailly abrégé)
ao. συνηυνάσθην;
s’unir à, τινι.
Étymologie: σύν, εὐνάζω.
Greek Monotonic
συνευνάζομαι: Παθ., κοιμάμαι μαζί με κάποιον, λέγεται για σαρκική επαφή, σε Πίνδ., Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
συνευνάζομαι: вступать в половую связь (τινι Pind., Soph., Luc.).
Middle Liddell
Pass. to lie with, Pind., Soph.