ἀνημερόω
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
A to clear of wild beasts, ἀ. κνωδάλων ὁδόν S.Fr.905.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνημερόω: ἡμερώνω, καθαρίζω, ἐξ ἀγρίων θηρίων, ὃς παρακτίαν στείχων ἀνημέρωσα κνωδάλων ὁδὸν Σοφ. Ἀποσπ. 233.
Spanish (DGE)
pacificar, limpiar κνωδάλων ὁδόν el camino de monstruos S.Fr.905.
Russian (Dvoretsky)
ἀνημερόω: приручать: ἀ. κνωδάλων ὁδόν Soph. очищать дорогу от диких зверей.