ὁμορρόθιος
From LSJ
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
English (LSJ)
ον, = ὁμόρροθος.
Russian (Dvoretsky)
ὁμορρόθιος: вместе шумящий: αἰθυίαις τινὰ θεῖναι ὁμορρόθιον Anth. превратить кого-л. в чайку.