μελλόγαμβρος
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
English (LSJ)
ὁ, A about to be a brother-in-law, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
μελλόγαμβρος: ὁ, ὁ μέλλων νὰ γείνῃ γαμβρός, «μελλόγαμβρος· μελλονυμφίος» Ἡσύχ.
Full diacritics: μελλόγαμβρος | Medium diacritics: μελλόγαμβρος | Low diacritics: μελλόγαμβρος | Capitals: ΜΕΛΛΟΓΑΜΒΡΟΣ |
Transliteration A: mellógambros | Transliteration B: mellogambros | Transliteration C: mellogamvros | Beta Code: mello/gambros |
ὁ, A about to be a brother-in-law, Hsch.
μελλόγαμβρος: ὁ, ὁ μέλλων νὰ γείνῃ γαμβρός, «μελλόγαμβρος· μελλονυμφίος» Ἡσύχ.